- ηδονιστής
- ο1. οπαδός της θεωρίας του ηδονισμού.2. φιλήδονος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηδονιστής — ο 1. αυτός που ρέπει προς τις σαρκικές ηδονές, φιλήδονος 2. οπαδός τού φιλοσοφικού δόγματος τού ηδονισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hedonist (< ηδονή + κατάλ. ist). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
παγανιστής — (I) ο, θηλ. ίστρια [παγανίζω] κυνηγός που μετέχει σε παγάνα. (II) ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης 2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus… … Dictionary of Greek
φιλήδονος — η, ο αυτός που αγαπάει τις ηδονές, ηδονιστής, ηδυπαθής, ασελγής, ακόλαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)